στεγανά

στεγανά
στεγανός
covering so as to keep out water
neut nom/voc/acc pl
στεγανά̱ , στεγανός
covering so as to keep out water
fem nom/voc/acc dual
στεγανά̱ , στεγανός
covering so as to keep out water
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στεγανάν — στεγανά̱ν , στεγανός covering so as to keep out water fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγανάς — στεγανά̱ς , στεγανός covering so as to keep out water fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγάναν — στεγάνᾱν , στεγάνη a covering fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • στεγανόποδα — Ομάδα πουλιών, που παλιότερα αποτελούσε ιδιαίτερη τάξη, αλλά σήμερα έχει κατανεμηθεί σε πολλές άλλες, γιατί πολλά από τα πουλιά που την αποτελούν διαφέρουν μεταξύ τους σε σημαντικά χαρακτηριστικά. Τα σ. έχουν στα κάτω άκρα ένα είδος παλάμης: τα… …   Dictionary of Greek

  • στεγανός — ή, ό επίρρ. ά 1. καλά κλεισμένος, έτσι που να μην περνά νερό ή αέρας: Οι σωλήνες του φωταερίου πρέπει να είναι στεγανοί. 2. ως ουσ., στεγανά, τα στεγανά διαφράγματα του πλοίου και γενικά χώροι ή τομείς όπου είναι αδύνατη η προσπέλαση: Σ όλους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστεγνώ — όω, Α 1. κλείνω ερμητικά προηγουμένως 2. καλύπτω στεγανά προηγουμένως 3. σταματώ, εμποδίζω έκκριση εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στεγνῶ «στεγνώνω, κλείνω καλά, καλύπτω στεγανά»] …   Dictionary of Greek

  • στεγανός — ή, ό / στεγανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που κλείνει ερμητικά, αδιαπέραστος από υγρό, υδατοστεγής ή αεροστεγής (α. «στεγανός τοίχος» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν τρίχα στεγανήν», Ξεν. γ. «στεγανὰ πλοῑα», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στεγανά 1.… …   Dictionary of Greek

  • Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”